- σκουραίνω
- σκουραίνω, σκούρυνα βλ. πίν. 47
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σκουραίνω — Ν [σκούρος] 1. κάνω κάτι σκούρο, τού δίνω σκούρο χρώμα 2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει») 3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι… … Dictionary of Greek
σκουραίνω — σκούρυνα 1. αμτβ., γίνομαι σκούρος: Όσο μεγαλώνει, σκουραίνουν τα μάτια του. 2. μτβ., κάνω κάτι σκούρο. 3. μτφ., «Σκουραίνουν τα πράγματα», χειροτερεύει η κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
ξανθύνομαι — (Α) [ξανθός] είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω … Dictionary of Greek
ορφνώνω — και ορφνώ, όω [ορφνός] 1. βάφω κάτι σκούρο, σκουραίνω 2. επιχρίω μεταλλική επιφάνεια με ορειχάλκινη σκόνη, ώστε να χάσει τη στιλπνοτητά της … Dictionary of Greek
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek